Διαμεσολάβηση

Όποιος ενδιαφέρεται για την ελευθερία, τις άλλες επιλογές επίλυσης μιας διαφοράς, αντί της διαμεσολάβησης, δυσκολεύεται να τις προτιμήσει.

Ανήκει στους εναλλακτικούς-εξωδικαστικούς τρόπους επίλυσης αστικών κι εμπορικών διαφορών και ρυθμίζεται στο Νόμο 4640/2019. Σε δεκάδες έννομες τάξεις ανά τον κόσμο εφαρμόζεται επιτυχημένα εδώ και δεκαετίες με ποικίλες διαφοροποιήσεις ως προς το κανονιστικό περιεχόμενο του θεσμού. Στην Ελλάδα διακηρυγμένος στόχος του Υπουργείου Δικαιοσύνης είναι να επέλθει σχετική ισορροπία μεταξύ των υποθέσεων που επιλύονται από τα δικαστήρια και των υποθέσεων που επιλύονται με διαμεσολάβηση ή με άλλους εξωδικαστικούς θεσμούς.

– Με διαμεσολάβηση μπορεί να επιλυθεί σχεδόν το σύνολο των ιδιωτικών διαφορών με την προϋπόθεση ότι τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς, δηλαδή ότι πρόκειται για έννομες σχέσεις δεκτικές συμβιβασμού (π.χ. ζητήματα επιμέλειας, διατροφής, επικοινωνίας των γονέων με τα τέκνα). Ενδεικτικά, με διαμεσολάβηση επιλύονται: οικογενειακές διαφορές, διαφορές περί τα αποκτήματα των συζύγων, κληρονομικές διαφορές (π.χ. διανομή περιουσίας μεταξύ συγκληρονόμων), εμπράγματες διαφορές (π.χ. εγγραφές ή εξαλείψεις υποθηκών ή προσημειώσεων υποθηκών), διαφορές από ιδιωτικές συμβάσεις και συμφωνίες ή συναλλαγές, διαφορές από ιατρική ευθύνη, μισθωτικές διαφορές (π.χ. διαφορές για οφειλόμενα μισθώματα, φθορές στο μίσθιο, δαπάνες κοινοχρήστων κ.ο.κ.), κτηματολογικές διαφορές, διαφορές με ασφαλιστικές εταιρείες (π.χ. ζητήματα και αξιώσεις από ασφαλιστικά συμβόλαια), τραπεζικές διαφορές (π.χ. υποθέσεις δανειακών συμβάσεων ή ρύθμισης οφειλών από πιστωτικά ιδρύματα ή εταιρείες διαχείρισης οφειλών), ναυτικές διαφορές, διαφορές μεταξύ επιχειρήσεων/εταιρειών (π.χ. από συμβάσεις μεταξύ προμηθευτών και εμπόρων), ενδοεταιρικές διαφορές μεταξύ εργαζομένων ή μεταξύ τμημάτων της επιχείρησης ή μεταξύ διοίκησης και στελεχών (π.χ. προσβλητικές συμπεριφορές στο χώρο εργασίας), διαφορές από τροχαία ατυχήματα (αποζημιώσεις ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αξιώσεις επισκευών οχημάτων, αποκατάστασης σωματικών βλαβών κ.λ.π.), διαφορές από εργατικά ατυχήματα κ.ο.κ.

– Αντιθέτως, δεν επιλύονται με διαμεσολάβηση διαφορές, στις οποίες υφίσταται πλέγμα ρυθμίσεων αναγκαστικού δικαίου, όπως στις διαφορές ιδιωτών με το Δημόσιο (π.χ. διαφορές σχετικά με φορολογικά ή ασφαλιστικά ζητήματα), και διαφορές για τις οποίες προβλέπεται υποχρεωτική προσφυγή στα δικαστήρια ή σε συμβολαιογράφο (π.χ. λύση του γάμου-διαζύγιο).

– Η διαμεσολάβηση είναι μια διαρθρωμένη και δομημένη διαδικασία, έχει δηλαδή συγκεκριμένα στάδια και βήματα (ευελιξία διαμόρφωσης από τα μέρη), κατά την οποία δύο ή περισσότερα εμπλεκόμενα σε μια διαφορά μέρη επιχειρούν με τη θέλησή τους, με καλόπιστη συμπεριφορά και με συναλλακτική ευθύτητα να επιλύσουν τη διαφορά τους μέσω υποβοηθούμενων διαπραγματεύσεων καταλήγοντας σε συμφωνία, η οποία μπορεί να έχει ισχύ δικαστικής απόφασης-εκτελεστότητα. Τα μέρη δεν είναι υποχρεωμένα να επιλύσουν τη διαφορά τους, μπορούν οποτεδήποτε να αποχωρήσουν από τη διαδικασία και να προσφύγουν στο δικαστήριο ή σε άλλον τρόπο επίλυσης της διαφοράς τους χωρίς κυρώσεις.

– Βασική αρχή της διαμεσολάβησης είναι η πλήρης εμπιστευτικότητα και το απόρρητο, που καλύπτουν τη διαδικασία από το πρώτο έως και το τελευταίο βήμα για όσο διαρκεί η διαμεσολάβηση αλλά και για το μέλλον. Ακόμα και το ίδιο το γεγονός της διαμεσολάβησης μπορεί να παραμείνει εμπιστευτικό εφόσον το επιθυμούν τα μέρη, ενώ τυχόν προσφορές-παραδοχές-παραχωρήσεις που έγιναν κατά τη διαμεσολάβηση δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μεταγενέστερη δικαστική αντιδικία, εάν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία. Ομοίως, οι συμμετέχοντες δεν μπορούν να καταθέσουν ως μάρτυρες σε μεταγενέστερο δικαστήριο για όσα διαμείφθηκαν κατά τη διαμεσολάβηση.

– Πρακτικά, το σύνηθες πλάνο εξέλιξης της διαμεσολάβησης περιλαμβάνει την υπογραφή ιδιωτικού συμφωνητικού υπαγωγής της διαφοράς, στο οποίο προβλέπονται όλα τα διαδικαστικά ζητήματα (τόπος, χρόνος, κανόνες, αμοιβή διαμεσολαβητή κ.ο.κ.), ενώ κατά την ημέρα διεξαγωγής της διαμεσολάβησης, ανάλογα με τις συμφωνίες των μερών, μπορούν να λαμβάνουν χώρα κοινές συνεδρίες του διαμεσολαβητή με όλα τα μέρη, ιδιωτικές συνεδρίες ή και συνδυασμός αυτών. Συνεπώς, χρειάζεται να υφίστανται τουλάχιστον τρία διαφορετικά δωμάτια-χώροι, εφόσον τα εμπλεκόμενα μέρη είναι δύο, και υλικοτεχνικός εξοπλισμός, διότι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι (νομικοί παραστάτες) των μερών χρειάζεται να καταγράψουν την ενδεχόμενη συμφωνία, η οποία θα ενσωματωθεί από το διαμεσολαβητή στο πρακτικό διαμεσολάβησης.

– Ρόλος του διαμεσολαβητή: ο ανεξάρτητος, αμερόληπτος, ουδέτερος τρίτος ως προς τα μέρη και τη διαφορά τους, ο οποίος δεν εκδίδει καμία απόφαση, δεν επιτελεί καθήκοντα δικαστή/διαιτητή, αλλά βοηθάει τα μέρη να επικοινωνήσουν ορθά, να ανιχνεύσουν τι έχει συμβεί, να διερευνήσουν τις ανάγκες και τα συμφέροντά τους, να επαναπροσδιορίσουν την αντίληψή τους για τη σύγκρουση, να σκεφτούν επιλογές/μέτρα/τρόπους επίλυσης της διαφοράς, να επιλέξουν μία ή περισσότερες λύσεις με κριτήρια τα βαθύτερα συμφέροντά τους, ώστε να καταλήξουν σε μια βιώσιμη για το παρόν και το μέλλον συμφωνία, ώστε να προχωρήσουν στη ζωή τους χωρίς το βάρος της διαφοράς.

Ο διαμεσολαβητής διαθέτει ειδική εκπαίδευση με ευρεία πληθώρα διαθέσιμων μεθόδων και τεχνικών για την επίτευξη του παραπάνω σκοπού και με πρωταρχικό του καθήκον να δημιουργήσει εκείνο το εμπιστευτικό και ασφαλές περιβάλλον, εντός του οποίου τα εμπλεκόμενα μέρη θα «ακουμπήσουν» πάνω του το πρόβλημά τους επικοινωνώντας ελεύθερα, εκούσια, ευέλικτα, χωρίς ο Νόμος να είναι η βάση των διαπραγματεύσεων, καθώς στη διαμεσολάβηση η ιδιωτική αυτονομία συχνά υπερκερνά τις κανονιστικές ρυθμίσεις της έννομης τάξης.

– Τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης έναντι της ενδοδικαστικής αντιδικίας είναι αρκετά και ουσιώδη:
1) είναι δυνατή η επίλυση της διαφοράς ακόμα κι εντός μίας ή ολίγων ημερών (πιο γρήγορα),
2) κοστίζει λιγότερο (πιο οικονομικά),
3) τα εμπλεκόμενα μέρη αποφασίζουν τα ίδια ΑΝ και με ΠΟΙΟ τρόπο θα επιλύσουν τη διαφορά τους (δεν εκδίδει απόφαση για τις ζωές τους ένας τρίτος με διαταγές συμμόρφωσης βάσει του νόμου) [από κοινού έλεγχος της έκβασης και του αποτελέσματος],
4) με την προσφυγή στη διαμεσολάβηση τα μέρη δεν χάνουν κανένα έννομο δικαίωμά τους, διότι προβλέπεται η αναστολή των νομίμων προθεσμιών για την άσκησή τους,
5) τα μέρη συμμετέχουν μαζί με το νομικό τους παραστάτη-πληρεξούσιο δικηγόρο τους (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων), ο οποίος επιτελεί διαφορετικά καθήκοντα σε σχέση με αυτά στη δικαστική αντιδικία,
6) τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να μιλήσουν, να ακουστούν τα ίδια, να αναλάβουν σημαίνοντα ρόλο οι ίδιοι οι άνθρωποι στην επίλυση της σύγκρουσης ανεξαρτήτως του νομικού πλαισίου, σ’ αντίθεση με το δικαστήριο, στο οποίο τα μέρη σχεδόν ποτέ δεν ακούγονται, αλλά οι δικηγόροι στηριζόμαστε στο νόμο για να διασφαλίσουμε τα δικαιώματα-συμφέροντα του εντολέα και αποκλειστικά με βάση όσα ο νόμος ορίζει,
7) δεν υφίστανται αναμονές σε ουρές ή στη σειρά πινακίου εκδίκασης της υπόθεσης (μη σπατάλη χρόνου), δεν υπάρχει δημόσια έκθεση σε δημόσια ακροατήρια πληροφοριών που οι άνθρωποι θέλουν να παραμένουν εμπιστευτικές, δεν υφίσταται το μακρόχρονο και ψυχοφθόρο κόστος της επιβλαβούς αντιδικίας που ξεκινάει συνήθως από τα ασφαλιστικά μέτρα, συνεχίζεται στον πρώτο βαθμό, έπεται το εφετείο, μπορεί να φτάσει ακόμα και στον Άρειο Πάγο και ενδεχομένως να επιστρέψει η υπόθεση, ενώ υπάρχουν και ενδιάμεσες διαδικασίες που συχνά εξαντλούν τα μέρη και συχνά μπορεί να έχει ξοδευτεί μια δεκαετία από τις ζωές τους, κατά την οποία έχουν αλλάξει όλες οι συνθήκες, αλλά είναι υποχρεωμένοι να υπερασπίζονται ισχυρισμούς και απόψεις που γεννήθηκαν στο μακρινό παρελθόν παραμένοντας αγκιστρωμένοι σ’ αυτό,
8) οι νομικοί παραστάτες-δικηγόροι αποκτούν νέα επαγγελματική-εργασιακή ύλη, με νέες εκπαιδευτικές και επιμορφωτικές ανάγκες για την επιτέλεση του κρίσιμου ρόλου τους στη διαμεσολάβηση, ενώ οι ίδιοι δεν συντάσσουν πολυσέλιδα δικόγραφα δεκάδων χιλιάδων λέξεων, δεν συλλέγουν αποδεικτικά μέσα, δεν εξαντλούνται σε εξωτερικά δρομολόγια, κανονίζουν τη διαδικασία σε πλήρη αρμονία με το επαγγελματικό τους πρόγραμμα καθώς η διαμεσολάβηση μπορεί να πραγματοποιείται και εξ αποστάσεως με τη χρήση τεχνολογικών μέσων, συνεργάζονται αρμονικά με το συνάδελφό τους για την καταγραφή της συμφωνίας των εντολέων τους, αμείβονται ελεύθερα, εκδίδοντας το εκάστοτε γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών, και κυρίως γρήγορα και άμεσα χωρίς την αγωνία για τη μελλοντική έκβαση μιας διαφοράς και το εμπεριεχόμενο ρίσκο για την εξέλιξη των πραγμάτων κ.ο.κ.

– Η αμοιβή του διαμεσολαβητή συμφωνείται γραπτώς και ελεύθερα σε συμφωνία με τα μέρη, στα οποία ο διαμεσολαβητής παρέχει πλήρη ενημέρωση. Ως ελάχιστη ωριαία αμοιβή ο νόμος προβλέπει τα 80 ευρώ ανά ώρα διαμεσολάβησης.

– Στη διαμεσολάβηση υπάρχει η δυνατότητα συμμετοχής τρίτων προσώπων, εφόσον η συμμετοχή τους κρίνεται ουσιώδης, τα μέρη συναινούν και υπογράφουν οι τρίτοι τη δήλωση απορρήτου-εμπιστευτικότητας (π.χ. τεχνικοί σύμβουλοι, λογιστές, μηχανικοί κ.ο.κ.).

– Σε περίπτωση που τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία τυχόν εκκρεμής δίκη για το ίδιο αντικείμενο καταργείται και δεν μπορεί να εγερθεί νέα αγωγή με όμοιο αντικείμενο, ενώ τα μέρη μπορούν να επιλύσουν ορισμένα μόνο ζητήματα της διαφοράς με διαμεσολάβηση και άλλα να συμφωνήσουν πως θα τα επιλύσουν με προσφυγή στο δικαστήριο ή σε άλλο θεσμικό τρόπο επίλυσης.

Η διαμεσολάβηση έχει διαφορετικές εφαρμογές ανάλογα με το περιβάλλον, στο οποίο εφαρμόζεται (τραπεζική, ιατρική, αθλητική κ.ο.κ.).

– Διαμεσολάβηση στους ΟΤΑ: η διαμεσολάβηση θεσμικά μπορεί να εφαρμοστεί για την επίλυση αστικών διαφορών μεταξύ ΟΤΑ και ιδιωτών, ενώ σε ορισμένους Δήμους έχουν λειτουργήσει οι αποκαλούμενες «Πύλες Διαμεσολάβησης», με τις οποίες ένας διαμεσολαβητής σε συγκεκριμένες ημέρες και ώρες ενημερώνει το κοινό για το θεσμό, ιδίως ως προς την επίλυση γειτονικών διαφορών.

– Εργασιακή/Ενδοεταιρική διαμεσολάβηση: αξιοποιείται ως ένα επιπλέον εργαλείο διαχείρισης κρίσεων και προβλημάτων στον εργασιακό χώρο αλλά και πρόληψης των ακραίων συγκρούσεων (π.χ. ζητήματα καθηκόντων-ρόλων, άδειες, προσβλητικές συμπεριφορές, απειλές κλπ) μεταξύ υπαλλήλων, υπαλλήλων και προϊσταμένων, εταιρικών τμημάτων κ.ο.κ. Η εν λόγω διαμεσολάβηση διαφέρει ως προς αυτήν του ν. 4640/2019 σε ορισμένα σημεία. Στόχος είναι η αποφυγή της ενδοδικαστικής αντιδικίας, η ανάδειξη της λογοδοσίας ως βασικής αρχής λειτουργίας της επιχείρησης και η εγκατάσταση της επανορθωτικής φιλοσοφίας επίλυσης συγκρούσεων. Το κόστος συνήθως το επωμίζεται η ίδια η εταιρεία. Μια επιχείρηση είναι το κατεξοχήν περιβάλλον, το οποίο χρειάζεται όσα εμπεριέχει ο θεσμός της διαμεσολάβησης, ιδίως τη δυνατότητα να προχωρεί η λειτουργία του εργασιακού περιβάλλοντος με εγκατεστημένο ένα ασφαλές και εμπιστευτικό περιβάλλον, στο οποίο κάθε εμπλεκόμενο σε διαφορά μέρος δύναται να προσφύγει για να προσπαθήσει να επιλύσει ζητήματα που εμποδίζουν την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων που συναποτελούν το ανθρώπινο δυναμικό της εταιρείας. Το ρόλο αυτό αποδεδειγμένα μπορεί να αναλάβει επωφελέστερα ένας ουδέτερος, ανεξάρτητος και αμερόληπτος τρίτος ως προς την εκάστοτε σύγκρουση και τα εκάστοτε εμπλεκόμενα πρόσωπα, αντί ένα πρόσωπο που κατέχει ήδη κάποιο συγκεκριμένο ενδοεταιρικό ρόλο και προκαλεί υπόνοιες μεροληψίας λόγω υφιστάμενων προσωπικών του συμφερόντων. Η συμφωνία στην οποία καταλήγουν τα εμπλεκόμενα μέρη μπορεί να επισφραγίζεται με την υπογραφή γραπτής συμφωνίας ή με συμβολικές πράξεις (π.χ. χειραψία).

– Σχολική διαμεσολάβηση: η εν λόγω διαμεσολάβηση διαφέρει από αυτήν του ν. 4640/2019 σε ορισμένα σημεία. Αφορά σε κάθε περιστατικό που λαμβάνει χώρα εντός της σχολικής κοινότητας και στη διαχείριση σχετικών κρίσεων από περιστατικά μεταξύ συμμαθητών (π.χ. περιστατικά εκφοβισμού, φυσικής ή ψηφιακής διαπόμπευσης, προσβλητικών συμπεριφορών κλπ). Βασικός στόχος ν’ απαγκιστρωθούν οι εκπαιδευτικοί από τιμωρητικούς ρόλους ή καθήκοντα «αστυνομικής» εποπτείας της συμπεριφοράς των μαθητών. Εκπονείται και διαμορφώνεται ένα δομημένο πλαίσιο εμπιστοσύνης, στο οποίο οι εμπλεκόμενοι σ’ ένα περιστατικό μαθητές μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα, να ανιχνεύσουν τι έχει συμβεί, να μπουν στη θέση του άλλου, να διευρύνουν την αντίληψή τους για τον αντίκτυπο της συμπεριφοράς τους και, καλλιεργώντας νέες επικοινωνιακές δεξιότητες, να οικοδομήσουν τη νοοτροπία αντιμετώπισης του φόβου αποκάλυψης δυσάρεστων περιστατικών μέσω διαπραγματεύσεων και προσπάθειας συμβιβασμού με τον άλλον, αντί διαιώνισης και επίτασης της εκάστοτε σύγκρουσης. Η διαμεσολάβηση μπορεί να εντάσσεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του σχολείου και υλοποιείται με την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και των μαθητών, καθώς το ρόλο του διαμεσολαβητή αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι μαθητές για τους συμμαθητές (ομήλικοι), όχι κάποιο εξωτερικό πρόσωπο. Υπάρχουν συγκεκριμένα και ιδιαίτερα στάδια για την πραγματοποίηση των ανωτέρω βημάτων στη σχολική κοινότητα. Ο σχολικός διαμεσολαβητής είναι άτομο χωρίς εξουσία, αξιόπιστο, επικοινωνιακό και εκπαιδεύεται, ώστε να μπορεί να βοηθήσει τα εμπλεκόμενα πρόσωπα να εκφράσουν την οπτική τους και τα συναισθήματά τους, να σκεφτούν λύσεις, να επιλέξουν την καταλληλότερη και να αποκατασταθεί η σχέση με σκοπό την ενσυνείδητη αλλαγή συμπεριφοράς. Οι εμπλεκόμενοι μαθητές μπορούν να καταλήγουν σε συμφωνία, η οποία όμως έχει κυρίως ηθική δέσμευση.